εγκυκλοπαιδικός

εγκυκλοπαιδικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εγκυκλοπαίδεια, τη γενική μόρφωση: Εγκυκλοπαιδικές γνώσεις.
2. που έχει γενική μόρφωση, ο μη ειδικός επιστήμονας.
3. (για συγγράμματα), που περιέχει γενικές γνώσεις από όλες τις επιστήμες και τέχνες: Εγκυκλοπαιδικό λεξικό.
4. το αρσ. πληθ. ως ουσ., εγκυκλοπαιδικοί οι εγκυκλοπαιδιστές (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εγκυκλοπαιδικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εγκύκλιο παιδεία («εγκυκλοπαιδική μόρφωση») 2. το αρσ. ως ουσ. ο εγκυκλοπαιδικός α) αυτός που έχει γενική μόρφωση β) στον πληθ. οι εγκυκλοπαιδιστές 3. (το ουδ.) (για συγγράμματα) αυτό που περιέχει… …   Dictionary of Greek

  • Cuestión lingüística griega — La cuestón lingüística griega o debate lingüístico griego (en griego γλωσσικό ζήτημα, glosikó zítima o simplemente γλωσσικό, glosikó) fue una disputa que discutía si la lengua oficial de Grecia debía de ser la lengua popular (griego demótico o… …   Wikipedia Español

  • Iotacismo — El iotacismo o itacismo es una modificación fonética por la cual un fonema cualquiera (generalmente una vocal) se transforma en [i]. Se aplica principalmente al proceso ocurrido en el griego antiguo, en el que un número de vocales y diptongos… …   Wikipedia Español

  • Καταλονία — (ισπαν. Catalun∼a, καταλ. Catalunya). Ημιαυτόνομη περιοχή (32.114 τ. χλμ., 6.361.365 το 2001) της βορειοανατολικής Ισπανίας με πρωτεύουσα τη Βαρκελώνη. Ορίζεται Α από τη Μεσόγειο και Β από τα Πυρηναία και συνορεύει Ν με τη Βαλένθια και Δ με την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”