- εγκυκλοπαιδικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εγκυκλοπαίδεια, τη γενική μόρφωση: Εγκυκλοπαιδικές γνώσεις.2. που έχει γενική μόρφωση, ο μη ειδικός επιστήμονας.3. (για συγγράμματα), που περιέχει γενικές γνώσεις από όλες τις επιστήμες και τέχνες: Εγκυκλοπαιδικό λεξικό.4. το αρσ. πληθ. ως ουσ., εγκυκλοπαιδικοί οι εγκυκλοπαιδιστές (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.